Τα μωρά μπορούν και διακρίνουν με ακρίβεια τους διαφορετικούς ήχους. Διαθέτουν αυτό που λέμε πολύ "καλό αυτί". Μπορούν και "πιάνουν" λεπτές διαφορές στους ήχους.
Έτσι, παρά το ότι ένα μωρό δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα, μπορεί και διακρίνει τους ήχους διαφορετικών γλωσσών.
Η γλώσσα που ακούει το μωρό είναι ένα εξωτερικό ερέθισμα που ευνοεί τη δημιουργία "συνάψεων".
Εάν όμως ακούει μόνο 1 γλώσσα, μετά από περίπου μισό χρόνο, αποσυνδέονται οι συνάψεις που σχετίζονται με αυτή την ικανότητα, γιατί δεν του χρησιμεύουν σε κάτι.
Άρα, όσο το παιδί προχωρά προς την προσχολική και σχολική ηλικία, διαθέτει όλο και λιγότερα νευρικά κύτταρα που ευθύνονται για την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Επομένως, είναι σημαντικό το παιδί να αρχίζει τις ξένες γλώσσες από την προσχολική ηλικία ήδη, ώστε έγκαιρα να ενεργοποιούνται οι σχετικές συνάψεις.
Η ηλικία μεταξύ 4 και 5 ετών θεωρείται ιδανική για να αρχίσει το παιδί να μαθαίνει συστηματικά μία ξένη γλώσσα.
Συμπληρωματικά μπορείτε να διαβάσετε και το άρθρο "Οι Ξένες γλώσσες στην προσχολική αγωγή: Γιατί και Πώς" της κας Ζάβαλη, Διευθύντριας του Νηπιαγωγείου στην Εράσμειο Ελληνογερμανική Σχολή.